17. ΤΥΠΟΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΩΝ με ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥΣ
Οι συλλογισμοί χωρίζονται σε δυο μεγάλες γενικές κατηγορίες. Σε αυτούς που βεβαιώνουν κάτι , και σε αυτούς που λένε ότι μπορεί κάτι να είναι έτσι όπως το λένε ίσως όμως και λίγο διαφορετικά.
Ο συλλογισμός «όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί, ο Σωκράτης ήταν άνθρωπος, άρα ήταν θνητός», μας βεβαιώνει για κάτι , ότι δηλαδή ο Σωκράτης ήταν θνητός, και ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ο συλλογισμός «Η ποίηση μπορεί να διαιρεθεί, αδρομερώς, σε τρία μέρη ∙ στην επική, στη λυρική και στη δραματική», μας λέει ότι μπορεί τα πράγματα να είναι έτσι, μπορεί όμως να είναι και λίγο διαφορετικά. Μπορεί λόγου χάρη, άλλοι φιλόλογοι ή κριτικοί να χωρίζουν την ποίηση σε τέσσερα μέρη: σε βουκολική, επική, λυρική και δραματική.
. / .
Οι συλλογισμοί που βεβαιώνουν ονομάζονται από τη Λογική παραγωγικοί, ενώ οι άλλοι που πιθανολογούν ότι μπορεί τα πράγματα να είναι έτσι ή και λίγο διαφορετικά, ονομάζονται επαγωγικοί.
Τους επαγωγικούς συλλογισμούς θα τους συναντήσουμε σε πολλά κείμενα πολλών και διάφορων συγγραφέων και θα τους καταλάβουμε αν μέσα στη θεματική τους πρόταση ή στο συμπέρασμά τους έχουν λέξεις όπως πιθανόν, μπορεί, ίσως, ενδέχεται, μάλλον, νομίζω, θεωρώ, και άλλες παρόμοιες. Οι (σοβαροί) συγγραφείς δηλαδή όταν τους χρησιμοποιούν, κρατούν μια επιφύλαξη ότι τα πράγματα μπορεί να είναι και κάπως διαφορετικά και όχι ακριβώς όπως τα λένε, όπως τα συμπεραίνουνε.
Κανόνας: Κι εμείς φυσικά όταν ως μαθητές γράφουμε, χρησιμοποιούμε επαγωγικούς συλλογισμούς. Πρέπει όμως τότε για να είμαστε σωστοί, να διατηρήσουμε μια μικρή επιφύλαξη να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή λέξεις, όπως μπορεί, μάλλον, ενδέχεται, ίσως, το πιθανότερο είναι, νομίζω, θεωρώ και άλλες παρόμοιες, που αφήνουν περιθώριο να εννοήσει ό αναγνώστης μας ότι μάλλον αυτή είναι η αλήθεια έτσι όπως την υποψιαζόμαστε, την υποθέτουμε, την πιθανολογούμε και τη γράφουμε, αλλά ότι μπορεί να είναι και λίγο διαφορετικά.
► Τους επαγωγικούς συλλογισμούς τους διατυπώνουμε στο κείμενό μας με έναν από τους τύπους παραγράφων που είδαμε στα κεφάλαια του πρώτου μέρους. Μόνο που όπως τονίσαμε και παραπάνω, βάζουμε τότε λέξεις που δείχνουν κάποια αμφιβολία, κάποια πιθανότητα και όχι βεβαιότητα.
Το ερώτημα τώρα που μπορεί να θέσει ένας μαθητής είναι, πότε θα χρησιμοποιήσω παραγωγικό και πότε επαγωγικό συλλογισμό σε μια παράγραφό μου.
18. Πότε χρησιμοποιούμε επαγωγικούς συλλογισμούς και πότε παραγωγικούς
Ας ξεκινήσουμε αντίστροφα και να πούμε αρχικά πότε χρησιμοποιούμε παραγωγικούς συλλογισμούς. Τους χρησιμοποιούμε όταν ξέρουμε (όταν είναι γνωστό) ότι υπάρχουν επαρκείς αποδεικτικές προτάσεις που θεμελιώνουν και βεβαιώνουν χωρίς καμιά αμφιβολία τη θεματική μας πρόταση ή το συμπέρασμά μας.
Έτσι, πχ τους χρησιμοποιούμε α) στη λύση πολλών μαθηματικών ασκήσεων, γιατί ξέρουμε ή πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν οι αναγκαίες και επαρκείς αποδεικτικές που λύνουν τις ασκήσεις, αλλά και β) στον «καθημερινό» λόγο. Πχ για τη θεματική πρόταση «βία στην ιστορική εποχή υπήρχε πάντα», θα χρησιμοποιήσουμε παραγωγικό συλλογισμό, μια και η ιστορία μας βεβαιώνει ότι στην ιστορική τουλάχιστον εποχή (και στην αρχαιότητα, και στο μεσαίωνα και μετέπειτα μέχρι σήμερα) πάντοτε υπήρχε βία, και θα σχηματίσουμε την παράγραφο που είδαμε: «βία υπήρχε πάντα, στην αρχαιότητα με τη μορφή της δουλείας, στο μεσαίωνα ως Ιερά εξέταση, και μετά μέχρι σήμερα ως αποικιοκρατία, ως θρησκευτικές, φυλετικές, ιδεολογικές και λοιπές διακρίσεις».
Όταν όμως δεν είμαστε βέβαιοι 100% για την αλήθεια της θεματικής μας πρόταση ή για το συμπέρασμά μας, όταν δηλαδή δεν υπάρχουν επαρκείς αποδεικτικές προτάσεις, ή όταν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει για κάποιο ουσιαστικό λόγο τη θεματική μας πρόταση ή το συμπέρασμά μας,, τότε χρησιμοποιούμε επαγωγικό συλλογισμό. Διατυπώνουμε τότε έτσι τη θεματική μας πρόταση ή το συμπέρασμά μας που να δείχνει ότι μπορεί τα πράγματα να είναι έτσι όπως τα λέμε, αλλά ίσως και λίγο διαφορετικά.
Παραδείγματα παραγράφων με επαγωγικούς συλλογισμούς στα μαθηματικά είναι διάφορες δειγματοληπτικές έρευνες που μιλάνε πάντοτε με ποσοστά, πράγμα που δείχνει ότι μιλάνε με πιθανότητα και όχι με απόλυτη βεβαιότητα. Όσον αφορά τον «καθημερινό» λόγο θα δούμε αμέσως παρακάτω τρία παραδείγματα και σχόλια, και στη συνέχεια ένα ακόμα ένα από δοκίμιο του Ε. Παπανούτσου, ενώ στο Παράρτημα θα δούμε και άλλα:
Παράδειγμα 1ο
Θεματική πρόταση: Η ποίηση μπορεί να διαιρεθεί, αδρομερώς, σε τρία μέρη.
Αποδεικτικές : Στην επική, στη λυρική και στη δραματική.
Παράδειγμα 2ο
Θεματική πρόταση: Τα αίτια της βίας μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις κυρίως κατηγορίες.
Αποδεικτικές: Στα οικονομικά αίτια και συμφέροντα, στις διακρίσεις (φυλετικές, θρησκευτικές), σε ιδεολογικά και πολιτικά αίτια, και τέλος, στο αδιαπαιδαγώγητο ορισμένων χαρακτήρων ( βία ανδρών κατά γυναικών, βία ενηλίκων κατά παιδιών κτλ).
Παράδειγμα 3ο Το καλό κατάστημα
Θεματική πρόταση: Το κατάστημα Χ είναι καλό κατάστημα.
Αποδεικτικές : Γιατί είναι μοντέρνο, και είναι μοντέρνο γιατί διαθέτει σύστημα κλιματισμού, χώρους ξεκούρασης και αναψυχής για τους πελάτες του, γιατί είναι καθαρό, γιατί οι υπάλληλοί του είναι ευγενικοί και πρόθυμοι, γιατί τέλος, έχει ποικιλία ειδών και σε καλές τιμές.
Κατακλείδα: Γι’ αυτούς τους λόγους το θεωρώ καλό κατάστημα.
► ΣΧΟΛΙΑ:
Στο πρώτο από τα παραπάνω παραδείγματα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι η ποίηση χωρίζεται και σε βουκολική, οπότε ανατρέπεται κατά ένα βαθμό η θεματική μας πρόταση.
Στο δεύτερο, να υποστηρίξει κάποιος ότι τα αίτια χωρίζονται σε δυο κυρίως κατηγορίες, σε αυτά που σχετίζονται με τον άνθρωπο ως άτομο (το αδιαπαιδαγώγητο του χαρακτήρα του) και σ’ αυτά που σχετίζονται με ομάδες ανθρώπων (όλα τα άλλα αίτια). Οπότε κι εδώ έχουμε ανατροπή της θεματικής πρότασης κατά κάποιο ποσοστό.
Στο τρίτο παράδειγμα μπορεί να προσθέσει κάποιος α) «ότι εγώ πήγα σ’ αυτό το κατάστημα και βρωμοκοπούσαν οι τουαλέτες του», οπότε το συμπέρασμα ότι είναι καλό το κατάστημα περιορίζεται κατά αρκετό βαθμό (ναι, είναι καλό με εξαίρεση τις τουαλέτες, που δεν είναι καθαρές). Εάν μάλιστα κάποιος πει ότι β) «το αφεντικό του καταστήματος αυτού πουλάει ναρκωτικά στους πελάτες», τότε το συμπέρασμα ανατρέπεται τελείως.
Γι’ αυτό οι συγγραφείς αυτών των παραδειγμάτων, βάλανε είτε στη θεματική τους πρόταση, είτε στο συμπέρασμά τους, λέξεις που δείχνουν ότι μπορεί τα πράγματα να είναι όχι έτσι όπως τα λένε, αλλά και από λίγο έως πολύ διαφορετικά.
Πολύ διαφορετικά, όπως προκύπτει από όσα είπαμε παραπάνω, μπορεί να είναι τα πράγματα στο τρίτο παράδειγμα εάν στο κατάστημα Χ πωλούν ναρκωτικά. Στην πρώτη περίπτωση αυτού του παραδείγματος όπως και στα άλλα δυο, όσα λέγονται πλησιάζουν πολύ στην πραγματικότητα, πλησιάζουν πολύ στην αλήθεια.
► Και τώρα γεννιέται το ερώτημα: Μα δεν μπορούμε να γράψουμε για κάτι ότι είναι πχ καλό; Η απάντηση είναι ότι θα το γράψουμε, διατηρώντας όμως μιαν επιφύλαξη.
Οι παραγωγικοί συλλογισμοί δείχνουν μια βεβαιότητα 100%. Οι επαγωγικοί δείχνουν μια πιθανότητα, που μπορεί να φθάνει από 1- 99%. Πάντα αφήνουν ένα περιθώριο λάθους.
► Κανόνας: Φυσικά, είναι λάθος να χρησιμοποιούμε επαγωγικό συλλογισμό, όταν ξέρουμε ότι η πιθανότητα να δίνει συμπέρασμα κοντά στην αλήθεια είναι ελάχιστη.
Στο Παράρτημα 1 θα μιλήσουμε ακόμα λίγο για τους επαγωγικούς συλλογισμούς. Στο Παράρτημα 2, εξάλλου, θα δούμε παραδείγματα με παραγωγικούς και επαγωγικούς συλλογισμούς. Τώρα ας παρακολουθήσουμε και τον Ε. Παπανούτσο σε μια παράγραφο Ω με επαγωγικό συλλογισμό.
Κείμενο Ε. Παπανούτσου, από το δοκίμιό του «Η τέχνη του επιχειρήματος»:
& χ : [. . .] Το ισχυρό επιχείρημα είναι ένας καλοδουλεμένος λογικός ειρμός. . . . Από την άποψη αυτή πρότυπο ισχυρού επιχειρήματος είναι η άψογη απόδειξη ενός γεωμετρικού θεωρήματος . . .
& ψ : Εκτός από τον . . . τύπο αυτό, υπάρχει και ένας άλλος τύπος επιχειρήματος πολύ συνηθισμένος στην καθημερινή ζωή, που οδηγεί άμεσα στο αποτέλεσμά του . . . η αλληγορία ή «παραβολή» . . . δεν τεκμηριώνει τόσο την αλήθεια, όσο κάνει φανερό το ψεύδος . . . ενός ισχυρισμού. Στο είδος αυτό διαπρέπουν οι «θυμόσοφοι».
& Ω: Η παραβολή είναι ίσως ή καλύτερη παραλλαγή του επιχειρήματος αυτού του τύπου.
Να μια περίπτωση: Ο φιλόσοφος Καντ ισχυριζόταν ότι κάνουμε μια καλή πράξη μόνο και μόνο έχοντας σαν κίνητρο τον ηθικό νόμο και απέκλειε οποιοδήποτε άλλο, λόγου χάρη τη φιλία. Ο θυμόσοφος τον αντικρούει και λέγει το εξής παράδειγμα. «Ένας, επισκέπτεται στο νοσοκομείο κάποιον γνωστό του ασθενή. Ο ασθενής τον ευχαριστεί και του λέει ότι τώρα καταλαβαίνει πόσο φίλος είναι, μια και μπήκε σε τόσο μεγάλο κόπο. Ο επισκέπτης του λέει κατηγορηματικά ότι δεν το έκανε από φιλία, αλλά γιατί έτσι προστάζει ο ηθικός νόμος, να επισκεπτόμαστε δηλαδή έναν ασθενή και μάλιστα γνωστό μας». Και ο θυμόσοφος θέτει το εξής ερώτημα στον φιλόσοφο: μπορεί μια καλή πράξη να είναι τόσο «απάνθρωπη», τόσο δηλαδή ξένη από οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα;
ΣΧΟΛΙΟ: Όπως βλέπουμε ο συγγραφέας ξεκινάει στην παράγραφο Ω (που παρατίθεται εδώ σε τελείως ελεύθερη διασκευή) με θεματική πρόταση που περιέχει τη λέξη «ίσως». Γιατί πιθανόν άλλοι διανοητές να θεωρούν άλλον τύπο θυμοσοφικού επιχειρήματος σαν καλύτερο (πχ την ειρωνεία) Κρατά δηλαδή στο λόγο του μια επιφύλαξη, άρα η παράγραφός του είναι με επαγωγικό συλλογισμό. Αυτό προκύπτει και από κάτι άλλο: από το ότι δεν μπορείς να βγάλεις βέβαιο συμπέρασμα από μια περίπτωση, όταν υπάρχει άλλη περίπτωση από την οποία μπορείς να βγάλεις άλλο συμπέρασμα.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Αποδεικτικός λόγος, λόγος πειθούς και στοχαστικός λόγος
Ο λόγος πειθούς όπως και ο στοχαστικός λόγος, παρότι διαφέρουν από τον αποδεικτικό λόγο σε ορισμένα σημεία που θα τα τονίσουμε αμέσως παρακάτω, χρησιμοποιούν τους τύπους του αποδεικτικού λόγου, τους τύπους δηλαδή που είδαμε στις προηγούμενες σελίδες.
Α) Διαφορές αποδεικτικού λόγου και λόγου πειθούς:
Ο αποδεικτικός λόγος χρησιμοποιεί αποκλειστικά τον ορθολογισμό, δηλαδή τη λογική, και με πολύ περίσκεψη σε ορισμένες περιπτώσεις την αυθεντία (πχ αν επικαλεστεί τον Αϊνστάιν, θα τον επικαλεστεί μόνο για θέματα φυσικής όπου θεωρείται αυθεντία, όχι όμως για ιστορικά λόγου χάρη θέματα).
Ο λόγος πειθούς χρησιμοποιεί επιπλέον:
- και το συναίσθημα (= ο πομπός προσπαθεί να διεγείρει το συναίσθημα του δέκτηγια να σκεφθεί με το συναίσθημα και όχι με τη λογική και να δεχθεί τα όσα λέει ο πομπός),
- χρησιμοποιεί επίσης και την επίκληση στο ήθος του πομπού (= ο πομπός επικαλείται σαν επιχείρημα το ήθος του για να δεχθεί ο δέκτης αυτά που ισχυρίζεται ή προτείνει ο πομπός).
Ο αποδεικτικός λόγος είναι ταυτόχρονα και λόγος πειθούς, ενώ ο λόγος πειθούς μόνον όταν χρησιμοποιεί τον ορθολογισμό και με πολύ περίσκεψη και την αυθεντία, είναι ταυτόχρονα και αποδεικτικός. Στις άλλες περιπτώσεις, που χρησιμοποιεί και το συναίσθημα ή την επίκληση στο ήθος, απομακρύνεται από τον αποδεικτικό. Πχ στον λόγο ορισμένων δικηγόρων, ορισμένων πολιτικών, στη διαφήμιση, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, στην προπαγάνδα, εκτός πάλι από ελάχιστες εξαιρέσεις, κτλ, κτλ..
Β) Διαφορές αποδεικτικού και στοχαστικού λόγου:
Ο αποδεικτικός λόγος είναι ορθολογικός (χρησιμοποιεί τη λογική, με πολύ περίσκεψη την αυθεντία και καθόλου το συναίσθημα και το ήθος ), έχει λογική οργάνωση από την αρχή μέχρι το τέλος και δίνει λύση στο θέμα/ πρόβλημα με το οποίο ασχολείται . Ο στοχαστικός λόγος είναι κυρίως συνειρμικός (οι σκέψεις δηλαδή του πομπού διαρθρώνονται κυρίως από το συναίσθημα ), σωστρότερα, από παραστάσεις έτσι όπως τις πρωτοσυνέλαβε ο νους, και οργανώνεται από τον πομπό σαν ένα είδος περιήγησης στο θέμα με το οποίο ασχολείται, χωρίς να δίνει τελικά μια συγκεκριμένη λύση. Ας δούμε ένα κείμενο με στοχασμό, για να φανεί η διαφορά του με το αποδεικτικό κείμενο:
{14.1.13: Βλέπε για τον Στοχασμό νεώτερη επεξεργασία μου στο μπλοκ μου και στην εκεί 18η ανάρτηση: Προβληματισμοί φιλολόγων για το συλλογισμό}.
Κείμενο Καίτης Τσιτσέλη
Απόπειρα κατεδάφισης
Πιάνω αυτό το βαρύ βιβλίο με το μαύρο εξώφυλλο ΄ τίτλος «Μεθοδικός οδηγός εκθέσεων», μαύρο ματ εξώφυλλο που θυμίζει παλιό λεξικό, το ίδιο και τα χρυσά γράμματα. Μια ελαφριά μυρουδιά πλήξης, μούχλας.
Έπειτα παρατηρώ μια φράση με μικρότερα γράμματα, σαν υπότιτλος: «σύμβουλος επιτυχίας». Μια μικρή πονηρή φράση. Μου χτυπάει αμέσως η λέξη «επιτυχία» αταίριαστη εδώ, σαν από άλλο ανέκδοτο [. . . ]
Πιο πάνω από τον τίτλο, μια ανάγλυφη παράσταση ή έμβλημα, σε στιλ πιο γνώριμο. Θα πρέπει να είναι το σήμα κατατεθέν του εκδοτικού οίκου, ένα λυχνάρι αρχαιοπρεπές, με καμπυλωτό χερούλι, και μια μικρή φλόγα στη μύτη, και καπνός που αναδύεται σε ωραίες μπούκλες. (Αναλογίζομαι πως πολλά εκδοτικά σήματα έχουν σχέση με το φως: Ο «Πυρσός», ο «Ήλιος», η «Εστία», κ τ λ, . . . )
Βαρύ μαύρο βιβλίο, κοτρόνα, τετράγωνος ογκόλιθος, απωθητικός και απαγορευτικός. Βλέπω τώρα πόσο λίγο αντικειμενική είναι η περιγραφή που έκανα. Ξεκίνησα, όπως φαντάζομαι ξεκινούν οι Δον Κιχώτιδες της περιγραφής, για να οικειοποιηθώ αυτό το βιβλίο σαν να ήταν οποιοδήποτε αντικείμενο, ήρεμα, ουδέτερα, ανώνυμα ΄ καταγραφή περισσότερο παρά περιγραφή. Να τα’ αφήσω δηλαδή να μιλήσει μόνο του, να δηλώσει την ιδιότητά του, να φανερωθεί, χωρίς τη δική μου επέμβαση. Αλλά από την πρώτη φράση που έγραψα προδόθηκα ‘ κοτσάρισα το επίθετο «βαρύ» (τα επίθετα, τα επίθετα, αυτά μας παίρνουν πάντα στο λαιμό τους), νόμιζα πως ήμουν εντάξει γιατί το βιβλίο είναι ογκώδες, άρα βαρύ, αλλά το βαρύ είναι βεβαρυμμένο –το βαρύ πεπόνι, ο καφές (και ο άντρας) ο πολλά βαρύς, η βαρυσήμαντη δήλωση, το βάρος της παράδοσης- δεν παίζουμε. Παρακάτω μια φράση πιο καθοριστική: «μυρουδιά μούχλας» και τρεις γραμμές μετά ο χαρακτηρισμός «πονηρή φράση» [ . . . ] Δε συνεχίζω, το κλίμα είναι εμφανές, η πρόθεση ολοφάνερη. Καλύτερα έτσι ίσως ΄ τα χαρτιά στο τραπέζι ΄ ας μην αρχίσω κι εγώ τις πονηριές.
Τώρα βέβαια που ο πόλεμος κηρύχτηκε ανάμεσά μας, μου ‘ρχεται αφάνταστα δύσκολο να ανοίξω το βιβλίο. Η κίνησή μου δεν μπορεί να είναι τυχαία και ανέμελη. Η σύγκρουση πρέπει να είναι μετωπική, δε χωράνε αιφνιδιασμοί και ελιγμοί.
Πού θα μπει η πρώτη σφήνα σ’ αυτό το μαύρο συμπαγές τείχος; Πού θα βρω χαραμάδα να εισχωρήσω; Γυρίζω τα φύλλα και με πιάνει πανικός. Είναι ο πανικός των λέξεων. Λέξεις, τελειωμένο και τελειωτικό προϊόν ‘ ‘ομοιόμορφες παρατεταγμένες, μαυρόασπρο πλεκτό. Πώς διασπάται αυτό το πράγμα;
Πρέπει να πάρω τη βουτιά, κι όπου με βγάλει. Σταματώ (τυχαία; πόσο τυχαία;) στην έκθεση με τίτλο «Το Σχολείο μου». . .
Σχόλια:
1) Το κείμενο της Κ. Τσιτσέλη είναι στοχαστικό. Αρχίζει και τελειώνει με αφήγηση, αλλά αυτό είναι το πλαίσιο, ο σκελετός, για να μας πει η συγγραφέας τους στοχασμούς της γύρω από την περιγραφή, δηλαδή αν μια περιγραφή μπορεί να είναι αντικειμενική, ή μήπως κάθε περιγραφή είναι υποκειμενική; Τελικά δεν δίνει λύση, δεν λέει, δεν ισχυρίζεται ότι κάθε περιγραφή είναι αντικειμενική ή υποκειμενική, ούτε επεξεργάζεται πότε είναι αντικειμενική και πότε υποκειμενική. Αφήνει το θέμα/ το πρόβλημα μετέωρο για στοχαστούμε/ προβληματιστούμε κι εμείς πάνω σ’ αυτό και να δώσει ο καθένας μας τη δική του απάντηση.
2) Σε ένα αποδεικτικό κείμενο για την περιγραφή ο συγγραφέας του θα προσπαθούσε να δώσει λύση, να μας πει δηλαδή πότε και γιατί μια περιγραφή είναι υποκειμενική και πότε και γιατί αντικειμενική.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Οι παραγωγικοί και οι επαγωγικοί συλλογισμοί- Θεωρία
Οι συλλογισμοί, όπως διευκρινίσαμε και στο δεύτερο μέρος, στο εκεί υποκεφάλαιο με αριθμό 17, χωρίζονται σε δυο μεγάλες γενικές κατηγορίες: στους παραγωγικούς και στους επαγωγικούς.
Α). Τους παραγωγικούς τους χωρίζει η επιστήμη της Λογικής σε άμεσους και σε έμμεσους, και τους έμμεσους στα εξής είδη:
-, σε κατηγορικούς συλλογισμούς ( από τους οποίους προέρχεται και το ενθύμημα).
-, σε υποθετικούς συλλογισμούς (ένας από τους οποίους είναι η πλάγια απόδειξη),
-, σε διαζευκτικούς συλλογισμούς
-, και σε σωρείτες (που μπορούμε πρόχειρα να πούμε, ότι είναι διαδοχικοί συλλογισμοί που καταλήγουν σε ένα τελικό συμπέρασμα).
Οι υποθετικοί και διαζευκτικοί συλλογισμοί στον πραγματικό λόγο εμφανίζονται με έναν από τους τύπους που εμφανίζεται και ο κατηγορικός συλλογισμός (πχ: αποδεικτικές προτάσεις- συμπέρασμα), ενώ οι σωρείτες δεν εμφανίζονται στον πραγματικό λόγο, γιατί είναι αριστοτεχνικά, θεωρητικά κατασκευάσματα της επιστήμης που ονομάζουμε Λογική .
Β) Τους επαγωγικούς συλλογισμούς τους χωρίζει η Λογική σε τέλειους (που στην ουσία μοιάζουν με τους παραγωγικούς συλλογισμούς) και σε ατελείς.
Εκείνοι που παρουσιάζουν πολύ έντονο ενδιαφέρον είναι οι ατελείς επαγωγικοί συλλογισμοί, και θα μιλήσουμε γι’ αυτούς λίγο περισσότερο στο επόμενο υποκεφάλαιο.
Προς το παρόν να πούμε ότι ατελείς επαγωγικοί συλλογισμοί είναι όσοι ξεκινάν χωρίς να υπάρχουν όλες οι αποδεικτικές που απαιτούνται για ένα βέβαιο συμπέρασμα, ξεκινάν δηλαδή από μια ή περισσότερες γνωστές περιπτώσεις και βγάζουν συμπέρασμα για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, συμπέρασμα που πιθανολογούν ότι είναι σωστό, αλλά είναι ενδεχόμενο να είναι και λανθασμένο.
Τα λίγα παραδείγματα που είδαμε με επαγωγικούς συλλογισμούς στο διάφορα προηγούμενα κεφάλαια, είναι με ατελείς επαγωγικούς συλλογισμούς.
Οι επαγωγικοί συλλογισμοί- Θεωρία
Οι παραγωγικοί συλλογισμοί γίνονται με πράγματα που ξέρουμε, γι’ αυτό δεν προσθέτουν κάποια καινούργια γνώση στον άνθρωπο. Απλά, βεβαιώνουν μια γνώση που ήδη ξέρουμε, και αυτή είναι η σημαντική τους συνεισφορά. (Πχ ξέρουμε όλοι όσοι πηγαίνουμε στο Λύκειο, ότι βία υπήρχε σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, το συμπέρασμα ότι βία υπήρχε πάντα δεν προσθέτει κάτι καινούργιο στις γνώσεις μας, μας βεβαιώνει όμως ότι έτσι έχουν τα πράγματα).
Οι επαγωγικοί συλλογισμοί ξεκινάν από πράγματα που ξέρουμε και υποθέτουν, πιθανολογούν, για κάτι που δεν ξέρουμε. (Πχ: ξέρουμε ότι όπου υπάρχει στη γη νερό υπάρχει και ζωή ∙ αν στον Άρη υπάρχει νερό, υποθέτουμε/ πιθανολογούμε ότι υπάρχει και εκεί ζωή).
Οι ερευνητές επιστήμονες θεωρούν τον επαγωγικό συλλογισμό ως τον συλλογισμό που τους βοηθάει να πηγαίνουν από το γνωστό στο άγνωστο, και αυτόν κυρίως χρησιμοποιούν στις έρευνές τους. Ξεκινώντας από κάτι γνωστό, υποθέτουν και με επαγωγικούς συλλογισμούς βγάζουν συμπέρασμα για κάτι άγνωστο ακόμα . Ύστερα με πειράματα, πολλές φορές πολύ δαπανηρά, προσπαθούν να ελέγξουν αν το συμπέρασμά τους είναι σωστό, αν δηλαδή αληθεύει η θεωρία τους. Αν δεν αληθεύει την απορρίπτουν (πχ τη θεωρία για την κατασκευή του αεικίνητου). Αν αληθεύει προχωρούν στην εφαρμογή της θεωρίας και βλέπουμε όλοι, τότε, τα τρομερά επιτεύγματά τους.
Αν τα συμπεράσματά τους με τα πειράματα επαληθευτούν, τότε οι επαγωγικοί τους συλλογισμοί μετατρέπονται σε παραγωγικούς, μια και υπάρχουν πλέον αποδεικτικές, τεκμήρια δηλαδή, που τους επιβεβαιώνουν. Τους μαθαίνουμε μετά και όλοι εμείς οι υπόλοιποι μέσα από τα μαθήματά μας ή μέσα από εκλαϊκευμένα επιστημονικά περιοδικά, και τους χρησιμοποιούμε στα αποδεικτικά κείμενά μας.
. / .
Για μια καλύτερη επαφή με τους συλλογισμούς αυτούς, ας αναφέρουμε πολύ περιληπτικά έστω τα ονόματά τους όπως τα παραθέτει σε σύγγραμμά του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Φίλιππος Β. Καργόπουλος, που τονίζει ότι οι επαγωγικοί συλλογισμοί διακρίνονται σε έξι βασικά είδη:
Α) Επαγωγή από δείγμα σε όλο, που χωρίζεται σε επαγωγική γενίκευση και σε στατιστική γενίκευση.
Β) Επαγωγή από όλο σε δείγμα, που χωρίζεται σε άμεσο στατικό συμπερασμό και σε άμεσο ατομικό συμπερασμό.
Γ) Επαγωγή από δείγμα σε δείγμα, που χωρίζεται σε Κανονική πρόβλεψη, σε στατιστική πρόβλεψη και σε ατομική πρόβλεψη.
Δ) Υποθετικοπαραγωγική μέθοδος.
Ε) Συμπερασμός προς την καλύτερη εξήγηση ή απαγωγή. (Παράδειγμα βλέπε στην υποσημείωση ).
ΣΤ) Αποκλειστική επαγωγή, που χωρίζεται σε κανονική μέθοδο συμφωνίας, σε αντίστροφη μέθοδο συμφωνίας, σε μέθοδο διπλής συμφωνίας, σε μέθοδο της διαφοράς, σε σύνθετη μέθοδο συμφωνίας και διαφοράς, σε μέθοδο των υπολοίπων, και σε μέθοδο των συνακόλουθων μεταβολών.
Παραγωγικοί συλλογισμοί και σχόλια
Οι παραγωγικοί συλλογισμοί, που όπως είπαμε σε άλλο υποκεφάλαιο, διακρίνονται σε κατηγορικούς, σε υποθετικούς και σε διαζευκτικούς, στον πραγματικό λόγο εμφανίζονται με έναν από τους τύπους που είδαμε στο οικείο κεφάλαιο. Ας τονίσουμε εδώ τον τύπο 1 (αποδεικτικές + συμπέρασμα), τον τύπο 2 (θεματική πρόταση + μια αποδεικτική), και τον τύπο με το κλειστό επιχείρημα (θεματική πρόταση+ αποδεικτικές+ συμπέρασμα). Μάλιστα, μπορούμε να μετατρέψουμε ορισμένους τύπους αν αυτό το χρειαζόμαστε για μια καλύτερη ροή του λόγου μας, από τον έναν στον άλλο.
Παραδείγματα:
Α1, Αποδεικτικές: «τα φάρμακα που έχουν επικίνδυνες παρενέργειες πρέπει να αποσύρονται από την κυκλοφορία. Το φάρμακο Χ αποδείχτηκε ότι έχει επικίνδυνες παρενέργειες». Συμπέρασμα: «Άρα το φάρμακο Χ πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία.»
► Σχόλιο: Ο παραγωγικός αυτός συλλογισμός που από την επιστήμη της Λογικής ονομάζεται κατηγορικός, ξεκινάει με αποδεικτικές και καταλήγει σε συμπέρασμα. Είναι δηλαδή του τύπου 1.
Μπορεί όμως να εμφανιστεί και ως ενθύμημα, δηλαδή με τον τύπο 2:
Α2, «Το φάρμακο Χ πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία, γιατί αποδείχτηκε ότι έχει επικίνδυνες παρενέργειες».
Μπορεί επίσης να εμφανιστεί με τον τύπο 3 του κλειστού επιχειρήματος:
Α3, «Το φάρμακο Χ πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Γιατί ο νόμος επιβάλλει όταν ένα φάρμακο έχει επικίνδυνες παρενέργειες να αποσύρεται από την κυκλοφορία και γιατί το φάρμακο Χ αποδείχτηκε ότι έχει επικίνδυνες παρενέργειες. Άρα είναι σωστή η άποψη ότι πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία».
. / .
Β1 Αποδεικτικές: «Μόνον εάν ο ποινικός νόμος αναφέρει ρητά το αδίκημα Ψ, το δικαστήριο τιμωρεί. Ο ποινικός νόμος δεν αναφέρει ρητά το αδίκημα Ψ».Συμπέρασμα: «Άρα, το αδίκημα Ψ δεν τιμωρείται από το δικαστήριο».
Σχόλιο: Ο παραπάνω υποθετικός παραγωγικός συλλογισμός ξεκινάει με αποδεικτικές και καταλήγει σε συμπέρασμα, είναι δηλαδή του τύπου 1.
Μπορεί όμως να εμφανιστεί και ως ενθύμημα, δηλαδή με τον τύπο 2:
Β2 «Το αδίκημα Ψ δεν τιμωρείται από το δικαστήριο, γιατί τιμωρούνται μόνον τα αδικήματα που (=εάν) προβλέπονται ρητά από τον ποινικό νόμο».
Μπορεί εξάλλου, να εμφανιστεί και με τον τύπο 3, ως κλειστό επιχείρημα:
Β3 «Το αδίκημα Ψ δεν τιμωρείται από το δικαστήριο. Γιατί εάν ένα αδίκημα δεν αναφέρεται ρητά από τον ποινικό νόμο δεν τιμωρείται και γιατί αυτό συμβαίνει με το αδίκημα Ψ. Άρα σωστή είναι η άποψη ότι το αδίκημα Ψ δεν τιμωρείται από το δικαστήριο».
. / .
Γ1 Αποδεικτικές: «Το έγκλημα που δικάζεται διαπράχθηκε ή με δόλο ή από αμέλεια. Τα τεκμήρια δείχνουν ότι ο δόλος αποκλείεται».Συμπέρασμα: «Άρα, το έγκλημα που δικάζεται διαπράχθηκε από αμέλεια».
Σχόλιο: Ο παραπάνω διαζευκτικός παραγωγικός συλλογισμός ξεκινάει με αποδεικτικές και καταλήγει σε συμπέρασμα, είναι δηλαδή του τύπου 1.
Μπορεί όμως να εμφανιστεί και ως ενθύμημα, δηλαδή με το τύπο 2:
Γ2 «Το έγκλημα που δικάζεται διαπράχθηκε από αμέλεια και όχι από δόλο, γιατί αυτό αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα στο δικαστήριο τεκμήρια».
Μπορεί, τέλος, να εμφανιστεί και με τον τύπο 3, ως κλειστό επιχείρημα:
Γ3 «Το έγκλημα που δικάζεται διαπράχθηκε από αμέλεια. Γιατί τα εγκλήματα διαπράττονται ή από αμέλεια ή από δόλο και γιατί τα τεκμήρια δείχνουν ότι το αδίκημα αυτό δεν διαπράχθηκε από δόλο. Άρα, σωστή είναι η άποψη ότι το έγκλημα διαπράχθηκε από αμέλεια».
. / .
ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ: α) Ένας παραγωγικός συλλογισμός, είτε κατηγορικός είτε υποθετικός είτε διαζευκτικός, στον πραγματικό λόγο εμφανίζεται συνήθως με έναν από τους τύπους 1, 2, η 3. Φυσικά για την μετατροπή του από το ένα είδος στο άλλο, και από τον ένα τύπο στον άλλο, θα αλλάξει η διατύπωση, θα προστεθούν δηλαδή ή θα αφαιρεθούν κάποιες κατάλληλες λέξεις, φράσεις ή και προτάσεις ολόκληρες. β) Πολλές φορές, βέβαια, ένας παραγωγικός συλλογισμός, πέρα από τους τύπους 1,2 και 3, μπορεί να εμφανιστεί με έναν άλλον τύπο, πχ σαν ατελής παράγραφος.
Επαγωγικοί συλλογισμοί και σχόλια
Και οι επαγωγικοί συλλογισμοί, όπως και οι παραγωγικοί, εμφανίζονται συνήθως στον πραγματικό λόγο με έναν από τους τύπους 1, 2 ή 3. Έστω το παρακάτω παράδειγμα:
Αποδεικτικές: «Με βάση την εμπειρία μου, έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι οι γυναίκες πολιτικοί υποστηρίζουν τα γυναικεία δικαιώματα». Συμπέρασμα: «Πιστεύω λοιπόν ότι η υποψήφια που επέλεξα να ψηφίσω στις επόμενες εκλογές είναι πιθανόν να ακολουθήσει την ίδια πολιτική».
► Σχόλιο: ο παραπάνω επαγωγικός συλλογισμός είναι του τύπου 1, πρώτα δηλαδή οι αποδεικτικές και μετά το συμπέρασμα.
Μπορεί όμως να εμφανιστεί και με τον τύπο 2, ως ενθύμημα δηλαδή:
«Πιστεύω ότι η υποψήφια που επέλεξα να ψηφίσω στις επόμενες εκλογές είναι πιθανό να ακολουθήσει την πολιτική υποστήριξης των γυναικείων δικαιωμάτων, γιατί από την εμπειρία μου έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι όταν (=εάν) μια γυναίκα εκλέγεται υποστηρίζει τα γυναικεία δικαιώματα».
Μπορεί επίσης, να παρουσιαστεί με τον τύπο 3, ως κλειστό δηλαδή επιχείρημα:
«Πιστεύω ότι η υποψήφια που επέλεξα να ψηφίσω στις επόμενες εκλογές, είναι πιθανό να υποστηρίξει τα γυναικεία δικαιώματα. Γιατί από την εμπειρία μου έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι οι γυναίκες που (=εάν) εκλέγονται υποστηρίζουν τα γυναικεία δικαιώματα, και γιατί αυτό υποσχέθηκε επανειλημμένα αυτή η υποψήφια. Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα υποστηρίξει τα γυναικεία δικαιώματα».
ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ: 1) Όταν μετασχηματίζουμε έναν επαγωγικό συλλογισμό από τύπο σε άλλο τύπο, τότε αλλάζουμε τη διατύπωση, προσθέτουμε δηλαδή ή αφαιρούμε κατάλληλες λέξεις, φράσεις ή και προτάσεις ολόκληρες. 2) Μπορεί όμως να εμφανιστεί με έναν από τους άλλους τύπους (όπως θα δούμε στο επόμενο υποκεφάλαιο). 3)Τον ποιο τύπο θα επιλέξουμε κάθε φορά εξαρτάται από το ζήτημα που διαπραγματευόμαστε, από τη ροή και το ύφος του λόγου μας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
Για τον αποδεικτικό λόγο γενικά
Διαβάζοντας κείμενα αξιόλογων συγγραφέων, η παράλληλος παράγραφος
Α) Οι συγγραφείς, και οι πιο αξιόλογοι φυσικά, γράφοντας ένα κείμενο για ένα θέμα, για ένα πρόβλημα, είναι ελεύθεροι να γράψουν και κάτι πέρα από το θέμα αυτό, σχετικό όμως με το θέμα. (Την ελευθερία αυτοί δεν την έχουν οι μαθητές που καλούνται να γράψουν ένα συγκεκριμένο θέμα και δεν πρέπει να παρεκκλίνουν από αυτό, ούτε και πολλοί άλλοι, όπως οι υπάλληλοι κάποιας Υπηρεσίας όταν εισηγούνται κάτι στους ανώτερους τους).
Οι αξιόλογοι συγγραφείς, λοιπόν, ξεφεύγουν καμιά φορά από το κύριο θέμα τους και γράφουν και κάτι άλλο παράλληλο για να μας κατατοπίσουν για κάτι σχετικό που δεν το ξέρουμε, ή που δεν το σκεφτήκαμε. Για να επανέλθουν, επαναλαμβάνουν το θέμα, το πρόβλημα.
Μια τέτοια τους παράγραφο, ή μια σειρά από παραγράφους που περιλαμβάνουν την παρέκκλιση, μπορούμε να την ονομάσουμε «παράλληλη παράγραφο», και για να δούμε τι λένε για το κύριό τους θέμα οι συγγραφείς, πρέπει να την απομονώσουμε.
Έτσι, λόγου χάρη, ο Ε. Παπανούτσος στο δοκίμιό του « Η Τέχνη του επιχειρήματος» , γράφει τι είναι επιχείρημα, [ . . ] ότι «η αξία του επιχειρήματος είναι η πειστική του δύναμη . . και μέτρο της αξίας του είναι το κατά πόσο πέτυχε το σκοπό του, έπεισε τους αμφιβάλλοντες ή όχι, και αν τους έπεισε είναι τέλεια ή ατελής η νίκη του;».
Από εκεί και πέρα γράφει μια σειρά από παράλληλες παραγράφους μιλάει για τις «απορίες» που διακατέχουν τον καθένα μας, και τις απαντήσεις που δίνουμε με τη λογική σ’ αυτές, λέει πως το να απορούμε και το να λύνουμε τις απορίες μας είναι ανθρώπινη ιδιότητα και ότι αυτή είναι η διαφορά μας με τα ζώα.
Μετά για να επανέρθει στο θέμα του γράφει την παράγραφο: «Δεν προχωρώ στην ανάλυση, γιατί θα πήγαινα πολύ μακριά. Περιορίζομαι στο κύριο θέμα μου. Τι είναι εκείνο το προσόν ή το ευτύχημα που κάνει ένα επιχείρημα ισχυρό, δηλαδή πειστικό;».
► Ώστε, διαβάζοντας ένα κείμενο, γραμμένο ακόμα και από έναν πολύ αξιόλογο διανοητή, ενδέχεται να βρούμε ολόκληρες παραγράφους που να περιέχουν πολλά «διάφορα που μας κατατοπίζουν σε κάτι παράλληλο με το θέμα που διαπραγματεύεται. Ο αξιόλογος βέβαια συγγραφέας, όπως ο Παπανούτσος μετά τις παράλληλες παραγράφους, μετά τα πολλά «διάφορα», επαναλαμβάνει το θέμα του και από εκεί και πέρα ασχολείται μόνο με αυτό.
. / .
Β) Ας παραθέσουμε τώρα απόσπασμα από κείμενο και ας το διαχωρίσουμε στις παραγράφους τους. Ταυτόχρονα θα κάνουμε μερικές παρατηρήσεις, που δεν τις σημειώσαμε σε άλλα κύρια κεφάλαια:
( Συντομογραφίες: όπου Θπ= θεματική πρόταση/ περίοδος, όπου Απ= αποδεικτικές προτάσεις, και όπου Κ= κατακλείδα/ συμπέρασμα)
Απόσπασμα από το δοκίμιο Μορφές της ελευθερίας, του Ε. Παπανούτσου
. . .. (όλοι είμαστε δούλοι μέσα στην ελευθερία μας, στην αυτοτέλειά μας, και ελεύθεροι μέσα στη δουλείας μας, στην υποτέλειά μας), τι νόημα θα δώσουμε στις έννοιες υποτέλεια και ελευθερία από το ένα μέρος, αυτοτέλεια και δουλεία από το άλλο. . .Έτσι, από τα πρώτα κιόλας βήματα το πρόβλημα περιπλέκεται και πολλαπλασιάζονται οι δυσκολίες για τη λύση του. Μια πρώτη απόπειρα να διευθετήσουμε τις ιδέες μας είναι να δεχτούμε
& Θπ: ότι απόλυτη αυτοτέλεια όπως και απόλυτη υποτέλεια στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει, ούτε και νοείται.
Απ: ότι (= γιατί ) η ύπαρξή μας (εξωτερική και εσωτερική) πραγματοποιείται μέσα σε ένα ιδιότυπο χώρο που αποτελείται και από τις δυο καταστάσεις, αυτοτέλεια και συνάμα υποτέλεια . .,
Κ : ότι επομένως ούτε πλήρως να ελευθερωθεί ούτε πλήρως να δουλωθεί γίνεται ο άνθρωπος ∙ όλοι είμαστε λίγο ως πολύ ελεύθεροι μέσα στη δουλεία μας και δούλοι μέσα στην ελευθερία μας.
► Σχόλια και παρατηρήσεις: Κάθε συγγραφέας γράφει τον λόγο του σε μια πρόταση με ορισμένες λέξεις και με ορισμένη διατύπωση. Οι λέξεις αυτές τον οδηγούν να διαμορφώσει την παραπέρα διατύπωσή ανάλογα ∙ είναι κατά κάποιο τρόπο δέσμιος των λέξεων που χρησιμοποίησε. Έτσι ο Ε. Παπανούτσος, μετά το «να δεχθούμε» χρησιμοποιεί συνέχεια το «ότι», ακόμα και για τις αποδεικτικές. Εκεί το «ότι» χρησιμοποιείται αντί του «γιατί».
Η γνωσιολογική απόλαυση
Αν διαβάσουμε το δοκίμιο «Η τέχνη του επιχειρήματος» του Ε. Παπανούτσου, θα βρούμε να αναφέρει τα ακόλουθα σημαντικά, που αφορούν τον αποδεικτικό λόγο. Το απόσπασμα που ακολουθεί παρατίθεται περιληπτικά και με ελεύθερη διατύπωση σε ορισμένα σημεία.
«Το πρώτο και κύριο προσόν σε ένα επιχείρημα είναι το γερό, το στέρεο και άρρηκτο, λογικό δέσιμο των προτάσεών του. . .Η αρχή θα είναι μια αναμφισβήτητα παραδεγμένη, αυτονόητη πρόταση ,θα ακολουθούν καλά δεμένοι μεταξύ τους διαλογισμοί ( σ. σ. οι αποδεικτικές δηλαδή προτάσεις) και το τέλος θα είναι εκείνη ακριβώς η πρόταση που με τους διαλογισμούς μας επιδιώξαμε να τη βεβαιώσουμε ως αληθή, ή να την απορρίψουμε ως ψευδή. . .Αυτόν τον λογικό ειρμό, μπορούμε να τον πούμε γεωμετρικό, γιατί χρησιμοποιείται πολύ στην ευκλείδεια γεωμετρία. Εντελώς διαφορετικός είναι ο ψυχολογικός ειρμός, γιατί αυτός σχηματίζεται τυχαία και με ποικίλλουσες από άτομο σε άτομο υποκειμενικές εμπειρίες.
« Εκτός από το «γεωμετρικό» επιχείρημα, υπάρχει κι ένας άλλος τύπος πολύ συνηθισμένος στην καθημερινή ζωή, που οδηγεί άμεσα στο αποτέλεσμά του με μιαν εύστοχη εικόνα, αλληγορία ή «παραβολή». Δεν τεκμηριώνει τόσο την αλήθεια, όσο κάνει φανερό το ψεύδος ενός ισχυρισμού. Στο είδος αυτό διαπρέπουν οι «θυμόσοφοι».
« Υπάρχει εξάλλου η τεχνική, αλλά και η ηθική του επιχειρήματος, καθώς δεν είναι καθόλου σπάνια και τα ανέντιμα επιχειρήματα. Τα ανέντιμα είναι εκείνα που δόλια, με δεξιοτεχνία και φραστικές ακροβασίες παρουσιάζουν το μικρό σαν μεγάλο και το μεγάλο σαν μικρό (τον ήσσονα λόγον κρείσσονα, και τον κρείσσονα λόγον ήσσονα), την ασθενή θέση ισχυρή και την ισχυρή θέση σαν ασθενή. Κάποια πείρα του ανέντιμου επιχειρήματος έχουμε όλοι από τους δικηγορικούς λόγους, τους πολιτικούς λόγους, ακόμη και από μερικά εκκλησιαστικά κηρύγματα. [. . .] .
► Διαβάζοντας το κείμενο αυτό όλοι μας, εκτός του ότι μαθαίνουμε κάποια σημαντικά πράγματα, αισθανόμαστε και μια γνωσιολογική απόλαυση. Φυσικά, παρόμοια απόλαυση αισθανόμαστε από πληθώρα αποδεικτικών κειμένων, είτε μαθηματικών, είτε της φυσικής, είτε της χημείας, κοσμολογίας, φιλοσοφίας κτλ, κτλ..
Τα αποδεικτικά κείμενα μας δίνουν συνήθως γνωσιολογική απόλαυση, χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να μας δίνουν ορισμένα και αισθητική απόλαυση.
Διαφορές αποδεικτικού λόγου με την περιγραφή και την αφήγηση
Από όσα εκτέθηκαν στο τεύχος αυτό για τον αποδεικτικό λόγο και από όσα αναφέρθηκαν στο Α ΄ τεύχος για την περιγραφή και την αφήγηση, η διαφορά τους είναι εμφανής και πρόδηλη. Ας τονίσουμε όμως τα κυριότερα σημεία, ιδιαίτερα για όσους αναγνώστες μας είναι ακόμα μαθητές.
1.- Στην περιγραφή και στην αφήγηση κυρίαρχη λογική είναι η διαίρεση. Στην περιγραφή διαιρούμε ένα αντικείμενο στα μέρη του και στις παραγράφους μας αναφέρουμε τα μέρη και τα χαρακτηριστικά τους. Στην αφήγηση, διαιρούμε το χρόνο σε χρονικές περιόδους ή χρονικές στιγμές και αναφέρουμε τα κυριότερα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκειά τους.
Στην απόδειξη κυρίαρχη λογική είναι η συλλογιστική λογική, ή με άλλα λόγια ο συλλογισμός.
Φυσικά, και στην περιγραφή και στην αφήγηση κάνουμε συνέχεια συλλογισμούς, μια και ό,τι λέμε ή γράφουμε είναι πάντοτε το αποτέλεσμα ενός ή περισσότερων συλλογισμών, αλλά δεν αναφέρουμε ολόκληρο το συλλογισμό παρά μόνο το τελικό συμπέρασμά μας.
Αντίθετα, στην αποδεικτική παράγραφο αναφέρουμε όλη τη σειρά του συλλογισμού μας, δηλαδή αποδεικτικές και συμπέρασμα.
2.- Ακόμα και όταν στην περιγραφή και στην αφήγηση οι επιστήμονες αναφέρουν συμπεράσματα, αναφέρουν μόνο τα συμπεράσματά τους χωρίς καθόλου αποδεικτικές.
3.- Επίσης ο αποδεικτικός λόγος έχει ως θεματική πρόταση κάποιο συμπέρασμα, που πρέπει να το αποδείξουμε. Ενώ στην περιγραφή και στην αφήγηση, η θεματική πρόταση είναι κάτι που προκύπτει από διαίρεση, κάτι που δεν το αποδεικνύουμε, άσχετα αν πρέπει να είναι ορθό και όχι λανθασμένο.
Διαφορετική λοιπόν από άποψη ουσίας, είναι η θεματική πρόταση στην αποδεικτική παράγραφο και διαφορετική στην περιγραφή και στην αφήγηση.
4.- Ένα άλλο σημείο στο οποίο διαφέρουν, είναι ότι η αποδεικτική παράγραφος μπορεί να τελειώνει σε κατακλείδα (σε συμπέρασμα), ενώ στην περιγραφική και αφηγηματική παράγραφο δεν θα βρούμε ποτέ κατακλείδα/ συμπέρασμα. Απλώς, σε ένα περιγραφικό ή σε ένα αφηγηματικό κείμενο θεωρούμε ως κατακλείδα την τελευταία του παράγραφο.
Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΕΝΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Ο λόγος στα χέρια ενός λογοτέχνη γίνεται εργαλείο για να μας αφηγηθεί, ταυτόχρονα να μας περιγράψει, να μας προτρέψει σε στοχασμούς ή να μας αποδείξει κάτι και παράλληλα να μας δώσει μια αισθητική απόλαυση. Όλα αυτά, ή τα περισσότερα από αυτά, μαζί σε ένα κείμενο.
Ένα τέτοιο διήγημα είναι «Τα παιδιά με τα κλωνάρια» του Άγγελου Τερζάκη, που αναφέρεται στο σχολικό βιβλίο της Γ Λυκείου, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ξεκινάει σαν αφήγηση, θέτει μετά το πρόβλημα του σεβασμού των νέων προς τους ηλικιωμένους, συγκρίνει τον σεβασμό άλλοτε και τώρα, βγάζει τα συμπεράσματά του και τελειώνει με στοχασμό «οι θρασείς θα φύγουν, θα τους αποβάλει μονάχο του το σώμα της αυριανής κοινωνίας . .», ενώ παράλληλα δίνει μια αξιόλογη αισθητική απόλαυση στον αναγνώστη.
Ένα άλλο τέτοιο διήγημα είναι του Μαρσέλ Προυστ (1871- 1922), που περιλαμβάνεται στο έργο του «Σε αναζήτηση του χαμένου καιρού/ Από τη μεριά του Σουάν» ∙ αναφέρεται χωρίς ιδιαίτερο τίτλο στο σχολικό βιβλίο της Γ Λυκείου «Έκφραση- Έκθεση», διήγημα που μπορούμε να το ονομάσουμε «Η ανάμνηση».
Ο Μαρσέλ Προυστ, ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του 20 αιώνα, στο διήγημα αυτό ξεκινάει με αφήγηση, θυμάται κάτι όταν σε μια στιγμή πίνει τσάι και τρώει ένα γλυκό, - και τότε θέτει πρόβλημα για το από πού του προήλθε αυτή η θύμηση,
- ύστερα, λέει σαν θεματική περίοδο,
«Όταν από ένα μακρινό παρελθόν, τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες τους πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σα τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σε όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης».
- και λύνει το πρόβλημα με τις ακόλουθες αποδεικτικές:
«Και μόλις αναγνώρισα τη γεύση (από το γλυκό, πού έτρωγε και όταν ήταν παιδί στο πατρικό του σπίτι στο Κομπραί) αμέσως το παλιό γκρίζο σπίτι. . .ήρθε σα σκηνικό θεάτρου να στηθεί μπροστά μου . .. και μαζί με το σπίτι, την η πόλη (από την οποία είχε φύγει πριν πολλά χρόνια). . . τους δρόμους . ..τα εξοχικά δρομάκια . . .Και σαν παιχνίδι που διασκεδάζει του Ιάπωνες, όταν μουσκεύουν. . .μικρά κομμάτια χαρτί, αξεχώριστα ως τότε, μόλις βραχούν, τεντώνονται, στρίβουν, χρωματίζονται . .. γίνονται λουλούδια, σπίτια. . πρόσωπα που τα αναγνωρίζεις, έτσι και τώρα όλα τα λουλούδια του κήπου μας και του πάρκου του κυρίου Σουάν, και τα νούφαρα . . και οι καλοί άνθρωποι . . και η εκκλησία κι όλο το Κομπραί, . . .βγήκαν από το φλιτζάνι μου με το τσάι».
► Στα χέρια ενός λογοτέχνη, η αυστηρότητα της θεματικής πρότασης/ περιόδου και των αποδεικτικών προτάσεων χάνεται, εξανεμίζεται, και μένει – χωρίς να παραβιάζονται καθόλου οι κανόνες της αποδεικτικής λογικής, σαν κυρίαρχο στοιχείο μόνον η αισθητική απόλαυση, από το χρώμα των λέξεων, τις εικόνες και τις εκφραστικές διατυπώσεις που περιέχει. Και όμως με αυτό του το κείμενο, που είναι αποδεικτικό, ο συγγραφέας μάς αποδεικνύει πώς δημιουργείται η ανάμνηση από τη γεύση και την όσφρηση, ίσως μάλιστα προτού ακόμα η επιστήμη να διατυπώσει την ίδια άποψη.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3
Η ΛΟΓΙΚΗ ΣΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΛΟΓΟ
Η επιστήμη της Λογικής εξιχνίασε μέχρι σήμερα πολλά και διάφορα ζητήματα (τις έννοιες, τις κρίσεις, τους συλλογισμούς) και βοήθησε τον άνθρωπο στις γνωστές σε όλους μας μεγαλειώδεις επιτεύξεις του. Δεν ασχολήθηκε όμως έντονα με τον πραγματικό καθημερινό λόγο και δεν μας μιλάει για πολλά και διάφορα ζητήματα που τον αφορούν. Παραδείγματος χάρη τι είναι παράγραφος, πώς συνδέονται οι παράγραφοι μεταξύ τους, τι είναι κείμενο κλπ. Τα ζητήματα αυτά προσπαθούν να τα λύσουν αιώνες τώρα οι γλωσσολόγοι και οι φιλόλογοι, που έχουν άμεση επαφή και σχέση με τον καθημερινό πραγματικό λόγο, με την παράγραφο δηλαδή και το κείμενο, και πρέπει να ενημερώσουν με τις λύσεις που δίνουν στα ερωτήματα αυτά και όλους εμάς του υπόλοιπους, και κυρίως τους μαθητές τους.
Ας δούμε μερικά από αυτά τα ζητήματα και ας προσπαθήσουμε να τα εξιχνιάσουμε.
Ο νόμος της οικονομίας
Η Λογική μας λέει ότι σε έναν ορθό λόγο επικρατούν οι νόμοι της ταυτότητας, της μη αντίφασης, του αποκλειόμενου τρίτου ή μέσου, του επαρκούς λόγου και της αιτιότητας. Στον πραγματικό καθημερινό λόγο επικρατεί και ένας άλλος νόμος, ο νόμος της οικονομίας, που διαφοροποιεί κάπως τα πράγματα από εκείνα που λέει η Λογική. Έτσι, για παράδειγμα, βρίσκουμε πολλές φορές σε ένα κείμενο να αναφέρεται μια ή περισσότερες αποφάνσεις χωρίς ο συγγραφέας του να αποδεικνύει καμιά από αυτές, γιατί θεωρεί ότι ο αναγνώστης που θα διαβάσει το κείμενο γνωρίζει την αλήθεια αυτών των αποφάνσεων και δεν θέλει αποδείξεις (βλέπε την ατελή παράγραφο, τη διπλή με ατελείς παράγραφο και την πολλαπλή με ατελείς παράγραφο). Ή βρίσκουμε σε μια παράγραφο να λαμβάνεται ως θεματική της πρόταση η κατακλείδα της προηγούμενης παραγράφου, χωρίς αυτή η κατακλείδα να επαναλαμβάνεται στη νέα παράγραφο. Γενικά στον πραγματικό καθημερινό λόγο βρίσκουμε και άλλα φαινόμενα, πέρα από όσα μας λέει η Λογική.
Για την περιγραφή και την αφήγηση
Εξάλλου η επιστήμη της Λογικής δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με την περιγραφή και την αφήγηση, γι’ αυτό και δεν λύνει πολλά ζητήματα που τις αφορούν, όπως ότι τόσο στην περιγραφή όσο και στην αφήγηση κυρίαρχη λογική είναι η λογική της διαίρεσης, ότι στην περιγραφή διαιρούμε ένα αντικείμενο στα μέρη του και ότι ο τρόπος να περιγράψουμε είναι να αναφέρουμε τα κυριότερα μέρη του αντικειμένου και τα χαρακτηριστικά τους, και όπως ότι ο τρόπος να αφηγηθούμε είναι να διαιρέσουμε το χρόνο και να αναφέρουμε το τι ουσιαστικό συνέβηκε σε κάθε χρονικό διάστημα ή χρονική στιγμή. Ούτε μίλησε η Λογική πώς συμπλέκεται η περιγραφή και η αφήγηση με την απόδειξη, οπότε δημιουργείται αντίστοιχα η ιδιότυπη περιγραφή και η ιδιότυπη αφήγηση.
Για τον αποδεικτικό λόγο- οι επεξηγήσεις
Αλλά και ζητήματα του «καθημερινού» αποδεικτικού λόγου που προκαλούν ερωτήματα δεν τα έλυσε η επιστήμη της Λογικής. Για παράδειγμα τι είναι μέσα σε ένα συλλογισμό το παράδειγμα, τι είναι η αιτιολόγηση, η σύγκριση και αντίθεση, και γενικά πώς αναπτύσσουμε/ συντάσσουμε/ δομούμε/ κατασκευάζουμε/ οργανώνουμε μια αποδεικτική παράγραφο;
Η θεωρία δομής, ακολουθώντας μια παλιά παράδοση, λέει τη φράση ότι γενικά η παράγραφος αναπτύσσεται/ οργανώνεται/ δομείται «με ορισμό, διαίρεση, παράδειγμα, αιτιολόγηση, με σύγκριση και αντίθεση, με αναλογία, με επιχείρημα, με συλλογισμό, με επεξηγήσεις ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων», πρόσθεσε μάλιστα για να καλύψει όλη τη γκάμα των περιπτώσεων και «με λεπτομέρειες».
Σε όλα αυτά όμως υπάρχει μια ασάφεια όπως και αρκετή ταυτολογία.
Καταρχήν ο όρος «λεπτομέρειες» είναι τελείως γενικός, περιλαμβάνει τα πάντα, άρα ασαφής και χαοτικός. Πρέπει λοιπόν να τον εξειδικεύσουμε. Στο συντακτικό της παραγράφου τον απομακρύναμε από την περιγραφή και την απόδειξη και τον κρατήσαμε μόνον για την αφήγηση, όπου εκεί ως λεπτομέρειες μπορούμε να εννοούμε οτιδήποτε υπάγεται στο ρήμα.
Δεύτερο σημείο που χρειάζεται διευκρίνιση είναι τι ρόλο διαδραματίζουν οι επεξηγήσεις και αν μπορούνε να θεωρούμε ότι υπάρχει «παράγραφος με επεξηγήσεις». Οι επεξηγήσεις δεν έχουν σχέση με τη λογική πορεία που ακολουθούμε σε μια παράγραφο, αλλά μόνον με την κατανόηση από τον αναγνώστη ορισμένων όρων που βάζουμε μέσα στην παράγραφο και που θεωρούμε ότι ενδέχεται να μην τους γνωρίζει. Με άλλα λόγια, οι επεξηγήσεις πάντοτε μπορούν να λείψουν από μια παράγραφο, περιγραφική, αφηγηματική ή αποδεικτική. Απλά τότε ο αναγνώστης της δεν θα την κατανοήσει ίσως ικανοποιητικά. Άρα οι επεξηγήσεις δεν είναι βασικό μέρος μιας παραγράφου. Επεξηγήσεις βέβαια πρέπει να βάζουμε σε μια παράγραφο, όταν χρειάζεται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ανάπτυξη της παραγράφου με επεξηγήσεις.
Το τρίτο και πιο σημαντικό σημείο που πρέπει να διαλευκάνουμε είναι η ταυτολογία που περιέχουν όλα τα υπόλοιπα που αναφέρονται στη φράση, και που αφορούν κυρίως την αποδεικτική παράγραφο, ότι δηλαδή η (αποδεικτική) παράγραφος αναπτύσσεται/ οργανώνεται «με ορισμό, διαίρεση, παράδειγμα, αιτιολόγηση, με σύγκριση και αντίθεση, με αναλογία, με επιχείρημα, με συλλογισμό, ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων».
Όπως θα δείξουμε αμέσως παρακάτω όλα αυτά αποτελούν στοιχεία συλλογισμού ή και ολόκληρο συλλογισμό, οπότε αρκεί να πούμε ότι η (αποδεικτική) παράγραφος αναπτύσσεται με ένα και μόνο τρόπο: με συλλογισμό.
Ο συλλογισμός αποτελείται από δυο στοιχεία, από δύο τμήματα: από προκείμενες και από συμπέρασμα. Έτσι:
Α), η αιτιολόγηση σε ένα συλλογισμό είναι το ένα στοιχείο και το συμπέρασμα που θα βγάλουμε απ’ αυτή το άλλο στοιχείο (ο Σωκράτης ήταν θνητός, γιατί ήταν άνθρωπος).
Β), Το ίδιο συμβαίνει και με το παράδειγμα/ παραδείγματα : είναι το ένα στοιχείο του συλλογισμού, δηλαδή οι προκείμενες, ενώ το συμπέρασμα είναι το δεύτερό του στοιχείο (θα δούμε στο αμέσως παρακάτω κεφάλαιο τι είπε ο Αριστοτέλης για το παράδειγμα)
Γ), Η σύγκριση και αντίθεση μας δίνει το ένα στοιχείο ενός συλλογισμού, τις προκείμενες, και από αυτές βγάζουμε το δεύτερο στοιχείο, δηλαδή το συμπέρασμα.
Δ), Η διαίρεση εξάλλου όταν υπάρχει σε έναν συλλογισμό μας δίνει τις προκείμενες, το ένα του στοιχείο του δηλαδή, με δεύτερο το συμπέρασμα (η ποίηση μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη, σε επική, λυρική και δραματική).
Όσον αφορά τα υπόλοιπα:
Ε), ο ορισμός ή είναι ένας ατελής συλλογισμός (δέντρο αποκαλούμε το φυτό που έχει ρίζες, κορμό και φύλλα) ή όταν συνοδεύεται και από παράδειγμα/ παραδείγματα είναι ένας πλήρης συλλογισμός (δέντρο αποκαλούμε το φυτό που έχει ρίζες, κορμό και φύλλα, όπως για παράδειγμα τη μηλιά, την πορτοκαλιά, τον φοίνικα).
ΣΤ), η αναλογία είναι συλλογισμός, όπως και το επιχείρημα, όπως φυσικά και ο συλλογισμός. Εδώ, μάλιστα, φαίνεται τελείως καθαρά ότι η φράση περιέχει ταυτολογία, λέγοντας ότι η παράγραφος αναπτύσσεται «με αναλογία, επιχείρημα, συλλογισμό/ συλλογισμούς» αφού όλα αυτά είναι είδη συλλογισμού ή αυτό που αποκαλούμε συλλογισμό.
Άρα, η αποδεικτική παράγραφος αναπτύσσεται/ οργανώνεται/ συντάσσεται/ δομείται/ κατασκευάζεται με συλλογισμό, με μια δηλαδή και μόνο μέθοδο.
Αυτό ήδη το είπε εδώ και αιώνες ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά του, όπου αναφέρει «έτσι έστι δε απόδειξις συλλογισμός τις» και απλώς δεν το πρόσεξαν όσοι ασχολήθηκαν με την παράγραφο. (διόρθωσα 12/4/2012 το έτσι στο σωστό έστι).
Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του για το παράδειγμα
(Ρητορική, μετάφραση Δρ Η. Π. Νικολούδης, έκδοση Οδυσσέας Χατζόπουλος Αριστοτέλης Άπαντα βιβλίο 28 – Σχόλια: φιλολογική ομάδα Κάκτου)
Σελ. 61 . . .Από τις μεθόδους, δυνάμει των οποίων αποδεικνύουμε πραγματικά ή φαινομενικά, καθώς ακριβώς προκειμένου και για τη διαλεκτική το ίδιο και στην περίπτωση της ρητορικής, η μία είναι η επαγωγή και η άλλη ο συλλογισμός πραγματικός ή φαινομενικός, καθότι και εδώ το παράδειγμα είναι επαγωγή, το ενθύμημα συλλογισμός και το φαινομενικό ενθύμημα φαινομενικός συλλογισμός. Ονομάζω ως εκ τούτου ενθύμημα τον ρητορικό συλλογισμό και παράδειγμα τη ρητορική επαγωγή. Όλοι εξάλλου οι ρήτορες δημιουργούν πίστεις χρησιμοποιώντας ως αποδεικτικά μέσα είτε ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ είτε ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ και τίποτα άλλο πέρα από αυτά.
…Το τι διαφορά υπάρχει μεταξύ παραδείγματος και ενθυμήματος είναι φανερό από τα Τοπικά (εκεί πράγματι, πρωτοέγινε λόγος για συλλογισμό και επαγωγή, δηλαδή η κατάδειξη επί τη βάσει πολλών και ομοίων περιπτώσεων ότι έτσι έχει το πράγμα στη διαλεκτική είναι επαγωγή και στη ρητορική παράδειγμα ' {Βλέπε Τοπικά Α 12} όταν όμως από την παρουσία ορισμένων πραγμάτων προκύπτει δυνάμει αυτών κάτι διαφορετικό από αυτά με το να είναι αυτά [ αληθή] είτε σε όλες είτε στις περισσότερες περιπτώσεις στη διαλεκτική [καλείται] συλλογισμός και στη ρητορική ενθύμημα.
Σελ. 63 . . . Ενώ όμως δεν είναι λιγότερο πειστικοί οι λόγοι οι οποίοι συγκροτούνται από παραδείγματα, χειροκροτούνται περισσότερο αυτοί που κάνουν χρήση ενθυμημάτων.
Ώστε: ο Αριστοτέλης λέει ότι το ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ είναι ΕΠΑΓΩΓΗ, οι προκείμενες δηλαδή ενός επαγωγικού συλλογισμού.
Βέβαια, μετά από τόσους αιώνες γνώσης που συσσωρεύτηκαν μετά τον Αριστοτέλη, μπορεί ίσως να λεχθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παραδείγματα ως προκείμενες μας δίνουν πολλές φορές παραγωγικό συλλογισμό, και όχι πάντοτε μόνον επαγωγικό.
Τα δυο είδη της διαιρετικής κρίσης
Ο Αριστοτέλης όπως είναι γνωστό είπε ότι εκτός από τη συλλογιστική κρίση, υπάρχει και διαιρετική κρίση.
Τη διαιρετική κρίση μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δυο είδη, στην «απλή διαιρετική κρίση» και στη λεγόμενη «λογική διαίρεση».
Α) Την απλή διαιρετική κρίση την κάνουμε βέβαια με λογική, αλλά όχι με αυστηρή λογική, όχι με αυστηρό ορθολογισμό και τη χρησιμοποιούμε στην περιγραφή και στην αφήγηση. Έτσι πχ όταν περιγράφουμε μια φορεσιά τη χωρίζουμε σε όσα μέρη θεωρούμε σκόπιμο και όχι σε όλα, και αναφέρουμε αυτά που επιλέξαμε παραλείποντας τα υπόλοιπα. Το ίδιο συμβαίνει και στην αφήγηση, όπου λόγου χάρη από τη δράση ενός προσώπου αναφέρουμε τα μέρη (τις ενέργειες) που επιλέγουμε και όχι όλα/ όλες.
Η απλή διαιρετική κρίση δεν είναι εξαντλητική. (Μας αφήνει περιθώρια να επιλέξουμε).
Β) Τη λογική διαίρεση την κάνουμε με ορθολογισμό και τη χρησιμοποιούμε στον αποδεικτικό λόγο. Διαιρούμε ένα αντικείμενο με κάποια βάση και βρίσκουμε τα μέρη (τα είδη) στα οποία χωρίζεται το αντικείμενο με τη συγκεκριμένη διαιρετική βάση. Έτσι, αν πρόκειται να χωρίσουμε τα πλοία με βάση τη δύναμη που τα κινεί, θα πούμε ότι τα πλοία χωρίζονται σε κωπήλατα, ιστιοφόρα, ατμοκίνητα, πετρελαιοκίνητα και σε πυρηνοκίνητα. Αν όμως χωρίσουμε τα πλοία με άλλη διαιρετική βάση, πχ με βάση το σκοπό που τα κατασκευάζουμε, θα τα χωρίσουμε στα είδη: πλοία ψυχαγωγίας, συγκοινωνίας, αλιευτικά, μεταφορικά, ερευνών, και πολέμου.
Η λογική διαίρεση προσπαθεί να είναι εξαντλητική. Εξαντλητική είναι όταν τα είδη στα οποία χωρίζεται ένα αντικείμενο είναι σχετικά λίγα και μπορούμε να τα εντοπίσουμε με ακρίβεια. Όταν τα είδη είναι πολλά ή υπάρχει διχογνωμία για το ποια ακριβώς είναι, ή δεν μπορούμε να τα εντοπίσουμε εύκολα, τότε η λογική διαίρεση προσπαθεί να είναι εξαντλητική.
Παράδειγμα εξαντλητικής λογικής διαίρεσης είναι το παραπάνω με τα πλοία. Παράδειγμα αδυναμίας η λογική διαίρεση να είναι εξαντλητική, είναι όταν θα προσπαθήσουμε να χωρίσουμε την ποίηση στα είδη της, όπου υπάρχουν διχογνωμίες και λαμβάνοντάς τες υπόψη θα πούμε ότι «η ποίηση μπορεί να χωριστεί αδρομερώς σε επική, λυρική και δραματική».
Η διαίρεση στην αποδεικτική παράγραφο
Η διαίρεση μπορούμε να πούμε ότι συμμετέχει στο λόγο συνεχώς και με διάφορες μορφές. Και είδαμε πώς συμμετέχει στην περιγραφή και στην αφήγηση στην ενότητα όπου μιλήσαμε για την περιγραφή και για την αφήγηση. Μάλιστα, εκεί συμμετέχει ως απλή διαιρετική κρίση (πχ διαιρούμε τη φορεσιά σε μέρη με ένα τρόπο λογικό βέβαια, αλλά όχι απόλυτα ορθολογικό- με ένα τρόπο υποκειμενικό και άρα όχι αντικειμενικό).
Στον αποδεικτικό λόγο η διαίρεση συμμετέχει ως λογική διαίρεση, και την χρησιμοποιούμε είτε για να σχηματίσουμε τη θεματική πρόταση, είτε τις αποδεικτικές προτάσεις, είτε τα «διάφορα». Παραδείγματα:
α) ως θεματική πρόταση: Η ποίηση χωρίζεται αδρομερώς σε επική, λυρική και δραματική.
β) ως αποδεικτικό υλικό : Θεματική πρόταση: Η ποίηση μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη
Αποδεικτικές προτάσεις: σε επική, σε λυρική και σε δραματική.
γ) ως διάφορα: Θεματική πρόταση: Η φιλία ενώνει όλους τους ανθρώπους του πλανήτη μας .
Αποδεικτικές προτάσεις: Τότε, εντελώς ανεπαίσθητα, εισχωρεί παντού και καλύπτει όλα τα πλάτη και μήκη, φέρνοντας κοντά όλους τους ανθρώπους
«Διάφορα»: μικρούς και μεγάλους, νέους και γέρους, άνδρες και γυναίκες, πλούσιους και φτωχούς
ΣΧΟΛΙΟ για τη γ ΄ περίπτωση: εδώ η λογική διαίρεση των ανθρώπων σε μικρούς και μεγάλους κτλ, χρησιμοποιείται στην παράγραφο ως «διάφορα». Και να έλειπαν τα διάφορα η συλλογιστική πορεία της παραγράφου δεν θα καταστρεφότανε.
Ο ορισμός στην αποδεικτική παράγραφο
Υπάρχουν διάφορα είδη ορισμού και κάθε είδος έχει και μια ονομασία (πχ δεικτικός, συμβατικός, περιγραφικός, γεννητικός, ορισμός κατά πλάτος, ορισμός κατά βάθος κτλ, κτλ).
Ο ορισμός στον αποδεικτικό λόγο εμφανίζεται είτε ως ατελής παράγραφος, είτε ως παράγραφος που εκτός από τη θεματική πρόταση έχει και παραδείγματα, δηλαδή αποδεικτικές προτάσεις. Παραδείγματα:
1ο : Κατανάλωση εννοούμε τη χρησιμοποίηση από μέρους μας αγαθών και υπηρεσιών που παράγουν άλλοι.
2ο : Κατανάλωση εννοούμε τη χρησιμοποίηση από μέρους μας αγαθών και υπηρεσιών που παράγουν άλλοι. Όπως η βρώση ψωμιού, η ένδυση, τα υποδήματα, η χρήση ενός ταξί ή άλλου μεταφορικού μέσου, η εξέτασή μας από έναν γιατρό κτλ.
Γενικά: Για να σχηματίσουμε τη θεματική πρόταση χρησιμοποιούμε το ρήμα λέγεται, είναι , ορίζουμε , αποκαλούμε ή κάποιο παρόμοιο. Έτσι λόγου χάρη λέμε: κατανάλωση είναι ή εννοούμε, ή σημαίνει, κτλ. Ή λέμε :με τον όρο κατανάλωση εννοούμε, ορίζουμε, αποκαλούμε , κλπ. Τις αποδεικτικές προτάσεις τις σχηματίζουμε αναφέροντας κάποια παραδείγματα, συνήθως περισσότερα από ένα.
Σημειώσεις :
1-Ο δεικτικός ορισμός, που είναι αυτός που δείχνουμε ένα αντικείμενο και ταυτόχρονα λέμε το όνομα του αντικειμένου (να, αυτό είναι το φεγγάρι ή να, αυτό το λέμε φεγγάρι) χρησιμεύει για να δείξουμε σε κάποιον, πχ σε ένα παιδί, ένα αντικείμενο και να του πούμε πώς το λέμε. Τέτοιος ορισμός δεν συναντιέται σε αποδεικτικά κείμενα, εκτός ίσως σπανίων περιπτώσεων.
2- Υπάρχει ένας ορισμός που ονομάζεται «περιγραφικός», αλλά η ονομασία του δεν πρέπει να μας ξεγελά και να θεωρούμε ότι ανήκει στον περιγραφικό λόγο, γιατί ανήκει στον αποδεικτικό. Αναφέρουμε με αυτόν, όπως και με άλλους ορισμούς, μια γνώμη μας , ένα δηλαδή συμπέρασμά μας και τον διατυπώνουμε είτε ως ατελή παράγραφο, είτε ως παράγραφο και με παραδείγματα. Πχ. «τιμωρία είναι η επιβολή κάποιου είδους δυσάρεστης εμπειρίας από ένα άτομο που έχει κάποια εξουσία σε ένα άλλο άτομο που έχει παραβιάσει κάποιον κανόνα», ή «τιμωρία είναι η . . . κάποιον κανόνα, πχ το να σταθεί το τιμωρούμενο άτομο όρθιο με το ένα πόδι επί μισή ώρα, ή να μη του δοθεί το μεσημέρι φαγητό κτλ».
3- Πολλοί ορισμοί με την πάροδο των ετών αλλάζουν από διάφορες αιτίες, πχ από τις νεότερες έρευνες της επιστήμης. Έτσι ο ορισμός «κύκνοι είναι λευκά πτηνά που . . .» άλλαξε όταν ανακαλύφθηκαν στην Αυστραλία και μαύροι κύκνοι, οπότε έγινε «κύκνοι είναι πτηνά που . . .».
4. Για τον λεγόμενο συμβατικό ορισμό να πούμε τα εξής: Χρησιμοποιείται όχι από μαθητές, αλλά από επιστήμονες. Ένας επιστήμονας λέει/ καθορίζει λόγου χάρη σε ένα σύγγραμμά του ότι με το Χ θα εννοεί τον άγνωστο που προσπαθεί να βρει για να λύσει μιαν εξίσωση. Κάνει δηλαδή μια σύμβαση με τους αναγνώστες του και τους λέει ότι όπου στο σύγγραμμά μου θα βλέπετε Χ, θα εννοείτε ότι ψάχνω έναν άγνωστο αριθμό για να βρω με ποιον ακριβώς πραγματικό αριθμό αντιστοιχεί, πραγματικό αριθμό που αποτελεί τη λύση της εξίσωσης. Έτσι έμεινε στα μαθηματικά ο άγνωστος Χ. Πολλές ονομασίες πραγμάτων ξεκίνησαν σαν συμβατικοί ορισμοί και με το που καθιερώθηκαν σε μια γλωσσική κοινότητα μετατράπηκαν σε λέξεις (σε όρους).
Υπάρχουν δυο βαθύτερα είδη σκέψης με τα οποία βγάζουμε συμπεράσματα, ο ψυχολογικός ειρμός που κυρίως κατευθύνεται από τα αισθήματα και τα συναισθήματά μας, και ο λογικός ειρμός που επεξεργάζεται τα όσα φέρνει στην επιφάνεια της σκέψης μας ο ψυχολογικός ειρμός, δηλαδή οι αισθήσεις και τα συναισθήματά μας. Απορρίπτει δηλαδή η σκέψη μας τότε ορισμένα στοιχεία και δένει μεταξύ τους τα υπόλοιπα που τα θεωρεί χρήσιμα και απαραίτητα για το θέμα που επεξεργάζεται. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε συνειρμικό λόγο (πχ στοχασμό), στη δεύτερη έχουμε αποδεικτικό λόγο, ή ορθολογισμό.
Στο πρώτο τεύχος του «Συντακτικού της παραγράφου» (δηλαδή στο μπλοκ μου για την ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ, στην ουσία αυτό κάναμε, κάναμε δηλαδή ένα αποδεικτικό κείμενο με πολλές σελίδες.. Μιλήσαμε για την Περιγραφή και είπαμε πότε είναι αντικειμενική (όταν όλα επίθετα και λοιπά στοιχεία που αναφέρει ο/ η συγγραφέας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όταν στο κείμενό του δεν υπεισέρχονται αισθητικές, συναισθηματικές κρίσεις και υπερβολική φαντασία), και πότε υποκειμενική (όταν υπεισέρχονται στο κείμενό του υπερβολική φαντασία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αισθητικές και συναισθηματικές κρίσεις).
Στο Α ΄ τεύχος και στην πρώτη ενότητα για την περιγραφή, στο κεφάλαιο «Περιγραφή διαδικασιών μέσα στην ύλη» είδαμε ένα κείμενο για το πώς ο ηλεκτρισμός θερμαίνει ένα σύρμα, και είπαμε εκεί τα ακόλουθα:
Οι επιστήμονες ερεύνησαν αυτό το πώς και κατέληξαν σε ορισμένα συμπεράσματα. Στην περιγραφή τους για το πώς θερμαίνεται ένα σύρμα γράφουν αυτά τα συμπεράσματα. Με άλλα λόγια, περιγράφουν το πώς παραθέτοντας τα συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις τους. Αυτός ο τρόπος περιγραφής (όπου παραθέτει ο συντάκτης ενός κειμένου σχεδόν μόνο συμπεράσματα) βρίσκεται κοντά στον αποδεικτικό λόγο, αφού ο αποδεικτικός λόγος έχει όλο συμπεράσματα και μόνο συμπεράσματα.
Στο Α ΄ τεύχος, εξάλλου, και στη δεύτερη ενότητα για την αφήγηση, είδαμε ένα κείμενο από βιβλίο της Ιστορίας με τις απόψεις του Μπεκαρία για τα εγκλήματα και τις ποινές και είπαμε τα εξής:
Όταν σε ένα κείμενο αφηγούμαστε σε κάποιο σημείο του απόψεις είτε δικές μας είτε κάποιου άλλου, τότε το αφηγηματικό μας κείμενο σε εκείνο το σημείο πλησιάζει τον αποδεικτικό λόγο. Γιατί τον αποδεικτικό λόγο τον κατασκευάζουμε με απόψεις (με συμπεράσματα). Μόνον που εκεί τις απόψεις τις αποδεικνύουμε με επιχειρήματα. Ενώ στον αφηγηματικό λόγο, απλώς τις αναφέρουμε χωρίς να αποδεικνύουμε αν είναι σωστές ή όχι. Η διαφορά λοιπόν, μεταξύ ενός αφηγηματικού λόγου που περιέχει κάποιες απόψεις, και ενός αποδεικτικού λόγου, βρίσκεται στο εάν στο λόγο μας αποδεικνύουμε ή όχι αυτές τις απόψεις. Τα ιστορικά κείμενα πάρα πολλές φορές αναφέρουν απόψεις χωρίς να τις αποδεικνύουν. Είναι επομένως αφηγηματικά κείμενα που συγγενεύουν με τα αποδεικτικά.
Ορισμένα ζητήματα που θίγω σ'αυτή ή σε άλλες αναρτήσεις αυτού του μπλοκ τα παρουσιάζω αναλυτικά και σε άλλα μπλοκ, πχ στο Συλλογισμοί, στη Λογική 2, στο a paragraph , κλπ.
========